μαρμαρωτός

μαρμαρωτός
-ή, -ό (AM μαρμαρωτός, -ή, -όν) [μαρμαρώνω]
ο επιστρωμένος με μάρμαρο, μαρμαροστρωμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ηλιομαρμάρωτος — ἡλιομαρμάρωτος, ον (Μ) αυτός που έχει μάρμαρα που λάμπουν («τὴν ἡλιομαρμάρωτον τὴν Ἀττικήν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + μαρμαρωτός (< μάρμαρο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”